αειγεννητής

αειγεννητής
ἀειγεννητής, ο (Α)
(ως επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που συνεχώς γεννά, παράγει, δημιουργεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γεννητής < γεννῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • αειγονεύς — ἀειγονεύς ( έως), ο (Μ) ο αειγεννητής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”